- ψίθυρος
- ο / ψίθυρος, -ον, ΝΑνεοελλ.1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων»)3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμωναρχ.1. αυτός που ψιθυρίζει2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα3. συκοφαντικός («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν Ὀδυσσεύς», Σοφ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψίθυροςψιθυριστής*.επίρρ...ψιθύρως Ασυκοφαντικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω*. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. psithyrus].
Dictionary of Greek. 2013.